powered by Surfing Waves

Kassel 2016

"Το ταξίδι στην ειρήνη (the journey to peace)"

 

Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς, που είχε τρεις γιούς (τον Αγαμέμνονα, τον Μενέλαο και τον Αλέξανδρο). Το βασίλειο του ήταν σε ένα βουνό ψηλά, στη Βίεννο. Ο βασιλιάς ήταν μεγαλόκαρδος. Πιστός του ακόλουθος ήταν ο ηλικιωμένος Λαέρτης, που τον είχε μεγαλώσει από παιδί. Ο βασιλιάς είχε ένα μυστικό, το δαχτυλίδι με τη μαγική πέτρα που φορούσε στο χέρι της καρδιάς. Πριν από κάθε μεγάλη και σοβαρή απόφαση άγγιζε τη μαγική πέτρα του δαχτυλιδιού και το δαχτυλίδι του μιλούσε με ανθρώπινη φωνή, την οποία μπορούσε να ακούσει μόνο ο βασιλιάς.


Ο σύμβουλος του βασιλιά ήταν ο αδελφός του, ο οποίος όμως ήταν ένας κακός μάγος που τον ζήλευε και ήθελε να πάρει τη θέση του. Όμως κατάλαβε το μυστικό του βασιλιά και ήθελε να το κλέψει.


Ένα απόγευμα λοιπόν οι υπηρέτες του κακού μάγου υπνώτισαν τον βασιλιά, τον έβαλαν στο σάκο και τον φυλάκισαν στο βάλτο. Όλοι νόμιζαν ότι ο βασιλιάς είχε εξαφανιστεί ή είχε σκοτωθεί. Όμως ο καλός βασιλιάς είχε αφήσει ένα γράμμα στα παιδιά του. Έτσι λοιπόν το βασίλειο μοιράστηκε σε δύο μέρη στους δύο μεγαλύτερους γιούς του βασιλιά, τον Αγαμέμνονα και τον Μενέλαο, ενώ ο μικρότερος γιος κληρονόμησε το δαχτυλίδι του βασιλιά μαζί με ένα γράμμα από τον πατέρα του. Σύμφωνα με το γράμμα έπρεπε να βρει το βουνό, όπου δεν υπήρχε πλέον ζωή και όπου παραφύλαγαν οι μαυροφορεμένοι στρατιώτες. Προκειμένου να βρει τον κατασκευαστή του δαχτυλιδιού θα πρέπει να κάνει 3 περιπέτειες.


Περιπλανιόταν για μέρες...Έπρεπε να περάσει ένα βουνό, που όμως ήταν όλα εκεί καμένα και δεν υπήρχε ζωή, απαγορευόταν να πλησιάσουν τη συγκεκριμένη περιοχή σε απόσταση 5 χιλιομέτρων. Όποιον έβλεπαν οι μαυροφορεμένοι στρατιώτες με τη νεκροκεφαλή θα τον σκότωναν επί τόπου. Έπρεπε όμως να προσπαθήσει και να βρει τον κατασκευαστή αυτού του δαχτυλιδιού, ευτυχώς σκέφτηκε έχω μαζί μου αρκετό φαγητό για 7 μέρες) και το φίλος μου, το άλογο μου (τον Βουκεφάλα) τρέχει σαν τον άνεμο και δεν θα με προδώσει ποτέ! Ήταν ο πιστός του φίλος και ότι του είχε μείνει από τη μητέρα του. 


Την 7η μέρα όμως συνάντησε μια μαυροφορεμένη γυναίκα (μοιρολογούσε μπροστά στο κουφάρι του άντρα της) με τρία παιδιά, που δεν είχαν τίποτα για να φάνε και για να δώσει στα παιδιά της. Τι να κάνω σκέφτηκε για να την βοηθήσω... κοιτάζει στη σέλα του αλόγου...βλέπει τον μπόγο με το τελευταίο του γεύμα...κοίταξε την γυναίκα και της τον έδωσε, χωρίς δεύτερη σκέψη… αυτή θα το χρειαστεί πιο πολύ από εμένα σκέφτηκε, εγώ κάτι άλλο ίσως βρω αργότερα.  Περιπλανιόταν για μέρες στο βουνό, όμως δεν έβρισκε τίποτα για να φάει ούτε ο ίδιος, ούτε και το άλογο του, όμως όπως είχε πει θα έκανε υπομονή, κάτι ίσως να έβρισκε…


Περιπλανιόταν για 7 μέρες ακόμη χωρίς ελπίδα. Παντού, όλα καμένα, κατεστραμμένα, παντού κουφάρια νεκρών μπροστά του… απογοήτευση ...όλα καμένα...την 15η μέρα συνάντησε ένα κοριτσάκι, ορφανό...πριν από λίγες μέρες είχε χάσει όλη του την οικογένεια σε μια μέρα (πατέρα, αδελφό, παππού, θείο, δυο ξαδέλφια) και οι στρατιώτες με τη νεκροκεφαλή σκότωσαν και τη μητέρα της καθώς έψαχνε να βρει λίγο ψωμί με λάδι για να φάνε...ήταν μόνη της και κρύωνε (ήταν τέλη Σεπτεμβρίου και το βράδυ έκανε κρύο), έβγαλε τη κάπα του και τη χοντρή μπλούζα του και της τη πρόσφερε, τι να έκανε...τα χρειαζόταν πιο πολύ το κοριτσάκι από ότι ο ίδιος. Μετά από 5 μέρες, δίπλα από ένα καμένο σπίτι ήταν μια γυναίκα, πολύ μεγάλη σε ηλικία, που όμως δε μπορούσε να περπατήσει...ήθελε να πάει να βρει τα παιδιά της στο χωριό της να δει τι κάνουν, τι έγιναν οι δικοί της..της χάρισε λοιπόν το άλογο του για να τη πάει στα παιδιά της. Τότε λοιπόν και ενώ είχε αποφασίσει να της χαρίσει τον Βουκεφάλα, μεταμορφώθηκε η ηλικιωμένη ρακένδυτη κυρία στη Μοίρα, που κοίταξε το δαχτυλίδι του… κάτι της θύμιζε…από πού έρχεσαι παιδί μου; από την μακρινή Βίεννο ανταποκρίθηκε αυτός...τότε η Μοίρα κατάλαβε ποιος ήταν. Γνωρίζεις παιδί μου τι είναι αυτό που φοράς; δεν είναι απλά ένα όμορφο δαχτυλίδι, για όποιον ξέρει την ιστορία του, φυσικά και γνωρίζω. είναι ό,τι μου έχει απομείνει από τον πατέρα μου. Ό,τι πιο σημαντικό έχω και ό,τι πιο πολύ αγαπώ. η ελπίδα για την απελευθέρωση του Βασιλείου μου από το κακό, το σκοτάδι, τη δυστυχία, τον θάνατο. Η ελπίδα για το καλύτερο και την ειρήνη στη Βίεννο. Τότε η Μοίρα συγκινημένη τον αγκάλιασε και άρχισε να του μιλάει για τον πατέρα του, που τη μέρα της γέννησης του ντυμένη στα λευκά, του το έκανε δώρο με μοναδική υποχρέωση να κυβερνά με την βοήθεια του δαχτυλιδιού   σωστά και ειρηνικά το βασίλειο του.


Τότε ο Αλέξανδρος χάιδεψε το δαχτυλίδι του. Θυμήθηκε τον πατέρα του και τις συζητήσεις τους… Ξαφνικά άκουσε μια φωνή και συνειδητοποίησε ότι κάποιος του μίλαγε.. Ήταν το δαχτυλίδι «Σε ευχαριστώ. Η ελπίδα για το καλύτερο, η αγάπη για τους συνανθρώπους μας, ο διαχωρισμός του καλού από το κακό και η αυτοθυσία είναι απαραίτητες δυνάμεις για να κερδίσουμε το κακό. Εσύ, λοιπόν, μου φαίνεται   ότι διαθέτεις αυτά τα χαρακτηριστικά. Πρέπει όμως Αλέξανδρε να γυρίσεις στη Βίεννο και να βρεις τα αδέλφια σου, τα οποία είναι υπνωτισμένα και υπηρετούν τους μοχθηρούς σκοπούς του. Όλοι μαζί θα πρέπει να σώσετε το βασίλειο, στο οποίο έχει καταστραφεί ολόκληρος ο πολιτισμός του και οι άνθρωποι είναι δυστυχισμένοι, φοβισμένοι, πεινασμένοι. Όμως θα είναι δύσκολο, αλλά όχι και  ακατόρθωτο. Ο δρόμος μας δεν είναι ποτέ στρωμένος με ροδοπέταλα.


Ο Αλέξανδρος σκέφτηκε τα λόγια του δαχτυλιδιού, όσα είδε και έζησε στο καημένο βουνό και με τη σύμφωνη γνώμη του δαχτυλιδιού και το γεγονός ότι τώρα ήταν γεμάτος με βιώματα, που τον έκαναν σοφότερο, πήρε το δρόμο της επιστροφής. Καθώς προχωρούσε συνάντησε τα υπνωτισμένα του αδέλφια. Χωρίς να χάσει λεπτό άρχισε να τους διηγείται ιστορίες από τότε που το βασίλειο βρισκόταν σε καιρό ειρήνης.

 

- Θυμάσαι τότε;

- Ποιος είσαι εσύ;

- Δε θυμάσαι τότε τα καλοκαίρια;

- Δεν καταλαβαίνω τι λες; Τι θέλεις από εμένα;

- Που πηγαίναμε στο αμπέλι και παίζαμε κρυφτό ανάμεσα στα αμπέλια, ενώ οι ακόλουθοι δούλευαν εκεί;

- Κάτι αρχίζω να θυμάμαι..

- Η τότε που μαζεύαμε τις πατάτες;

- Αλέξανδρε, αδελφέ μου, είσαι στα αλήθεια εσύ;

- Επιτέλους με αναγνώρισες. Όμως δεν έχουμε καιρό για αγκαλιές, γιατί πρέπει να σώσουμε το βασίλειο από τον κακό μάγο.

 

Με αυτόν τον τρόπο, το ξόρκι έσπασε και ο Αγαμέμνονας με τον Μενέλαο άρχισαν να ξυπνούν. Έτσι όλοι μαζί άρχισαν να καταστρώνουν το σχέδιο εξόντωσης του θείου τους, σύμφωνα με το οποίο ο Αλέξανδρος θα μπει στο παλάτι μέσω ενός μυστικού περάσματος που γνώριζε από όταν ήταν παιδί. Εκεί θα συναντήσει τα αδέλφια του, τα οποία δήθεν υπνωτισμένα θα αρπάξουν το σκήπτρο από τον κακό μάγο και θα το σπάσουν προκειμένου να τον αποδυναμώσουν.


Αφού κατέστρωσαν το σχέδιο, γύρισαν στο βασίλειο, όπου το εφάρμοσαν βήμα βήμα. Μόλις σκοτώθηκε  ο κακός μάγος, από το σπασμένο σκήπτρο εμφανίστηκε ο πατέρας του Αγαμέμνονα, του Μενέλαου και του Αλέξανδρου. Τα τρία αδέλφια ήταν έκπληκτα και ταυτόχρονα χαρούμενα.

 

Σιγά σιγά όλοι μαζί, τα αδέλφια και ο βασιλιάς, ξανάχτισαν το ερειπωμένο βασίλειο και βασιλεύσαν ειρηνικά και δίκαια για πολλά χρόνια. Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.