powered by Surfing Waves

Το παραμύθι μας

Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένα παιδί που ονομαζόταν Φώτης. Ο Φώτης ήταν 14 χρονών και ζούσε στην Ιεράπετρα με την μητέρα του κοντά στο λιμάνιτης πόλης. Ένα σαββατοκύριακο που η μαμά του Φώτη δούλευε μέχρι αργά, του ζήτησε να πάει στην γιαγιά του για να μην είναι μόνος.
Στον δρόμο για το σπίτι της γιαγιάς του είχε στο μυαλό του ότι θα άρχιζε η γιαγιά του πάλι με εκείνες τις τόσο βαρετές ιστορίες για εκείνον τον πρόγονο του, τον ρωμαίο βετεράνο και αξιωματικό του ρωμαϊκού στρατού.
Καθώς έφτασε λοιπόν μετά από το σχολείο στο σπίτι, η γιαγιά του τον ρώτησε
«Φώτη, πως και από εδώ;»
«Γιαγιά, η μαμά δουλεύει ως αργά και μου είπε να έλθω από εδώ και να σε βοηθήσωστις δουλειές μέχρι να σχολάσει»
«Σε ευχαριστώ πολύ, παιδί μου. Μήπως όμως θα μπορούσες να μου φέρεις από το πατάρι ένα σεμέν με βυζαντινή βελονιά, παιδί μου;Το έχω φυλαγμένο μέσα στο μπαούλο μαζί με κάτι παλιά πράγματα. Ορίστε τα κλειδιά»
Ο Φώτης πήρε τα κλειδιά. Απόρησε« Αφού είναι μια η πόρτα.Τι είναι αυτό το δεύτερο κλειδί;» σκέφτηκε.
Από το παραθυράκι δεν έμπαινε πολύ φώς, για αυτό πήρε μαζί του ένα φανάρι. Μετά από πολύ ψάξιμο βρήκε το μπαούλο που του είχε ζητήσει η γιαγιά του.» Τι είναι πάλι κρυμμένο στη γωνιά; Τόσες φορές έχω έλθει εδώ πέρα και ποτέ δεν είχα παρατηρήσει την ύπαρξη αυτού του μπαούλου. Που βρέθηκε πάλι εδώ; Και είναι τόσο βαρύ, παλιό και σκονισμένο. Άντε τώρα να το ανοίξω να βρω και το σεμέν να τελειώνω. Τι σκοτάδι και αυτό! Τι μανία είναι αυτή με τα σεμέν; Τέλος πάντων.. Μα καλά, τι είναι αυτό το μικρό κουτί με το μικρό λουκέτο; Χαραγμένο μικρό και τόσο παλιό κουτί; Τι τόσο σημαντικό μπορεί να έχει κρύψει άραγε κάποιος εδώ; Για να δοκιμάσω με το κλειδί που έχω μαζί μου» σκέφτηκε.
Χωρίς δεύτερη σκέψη άνοιξε το κουτάκι και είδε τους πάπυρους με το βουλοκέρι.
«Εγώ ο Κρητικός, γεννημένος Μάρκος προερχόμενος από το Σκαφάτι της Πομπήιας, ήλθα εδώ, στην Ιεράπυτνα το 67 π.Χ.ως μισθοφόρος στο στρατό του Καικίλιου Μέτελλου. Πολεμούσαμε για μέρες, μήνες προκειμένου να καταλάβουμε αυτή τη πόλη, τη τελευταία πόλη στη Κρήτη. Οι κάτοικοι όμως ταμπουρώθηκαν πίσω από τα Τείχη και η πόλη για μήνες δεν έπεφτε και αντιστεκόταν. Πείνα, δίψα και αρρώστιες είχαν καταλάβει αυτή τη πόλη και όμως οι κάτοικοι ακόμη αντιστέκονταν, ώσπου μετά από τόσους μήνες μαχών καταφέραμε να καταλάβουμε την Ιεράπυτνα, τη πατρίδα του Λασθένη και του Αριστίωνα! Ο Αριστίων προσπάθησε να το σκάσει , όμως λίγο έξω από τα τείχη της πόλης έπεσε σε ύφαλο και έτσι αναγκάστηκε να παραδοθεί. Και πάλι όμως τι σπινθηροβόλο  βλέμμα ήταν αυτό!
Μετά από τόσους αγώνες μπήκαμε στη πόλη. Τη κάψαμε κατά εντολή του Μέτελλου. Δεν αφήσαμε τίποτα. Τίποτα δεν έπρεπε να θυμίζει ότι κάποτε εδώ ήταν η πόλη που αντιστάθηκε με τόσο πείσμα στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και στη σκληρότητα του Μέτελλου. Τι μας έφταιγαν όμως οι άνθρωποι; Ήταν μια τόσο λαμπρή πόλη, γεμάτη με αγάλματα και θέατρο, δικό της λιμάνι, με δική της αγορά..»

Το βλέμμα του έπεσε δίπλα από πάπυρους σε ένα τεράστιο κόκκινο κοχύλι. Καθώς περιεργαζόταν το κοχύλι, διαβάζει στη πίσω του πλευρά χαραγμένη τη φράση» από τις στάχτες σου θα ξαναγεννηθείς » ταυτόχρονα παρατηρεί ότι από τους πάπυρους λείπει ένα κομμάτι.»Περίεργο και από τον χάρτη λείπει ένα κομμάτι»σκέφτηκε « και τι γυρεύει αυτό το κοχύλι εδώ μαζί με τα σεμέν μέσα στο μπαούλο;»
Άρχισε λοιπόν να διαβάζει γεμάτος περιέργεια τι ήταν γραμμένο στο  πάπυρο δυνατά. Ξαφνικά μια περίεργη λάμψη τον περιέλουσε. Μόνο φώς έβλεπε για λίγα δευτερόλεπτα… και ξαφνικά…προσγειώθηκε σε μια παραλία. Μακριά φαινόταν κάτι καράβια με πολλά κουπιά και πολλούς στρατιώτες με τόξα να βγαίνουν από αυτές» Αχ, τριήρεις» σκέφτηκε» καλά πως βρέθηκαν εδώ; που είμαι; Και οι άνθρωποι τι μιλάνε; ελληνικά; ιταλικά; λατινικά; Σαν ελληνικά ακούγονται.
Στο δρόμο, κοντά στο θέατρο, συνάντησε δύοκοπέλες να κάθονται αντικριστά πάνω σε δελφίνι η κάθε μια, που όμως ανάβλυζε νερό από τη μύτη του δελφινιού. Έσκυψε να πιεί νερό
«που πας ξένε;»τον ρώτησε με ανθρώπινη λαλιά η κοπέλα με τα μακριά μαλλιά
Έμοιαζε τόσο ήρεμη και γαλήνια, ώστε ο Φώτης αποφάσισε να αποκαλύψει όλη την αλήθεια στο άγαλμα
«Λοιπόν ξένε,» του απάντησε η δεξιά Νηρηίδα» είμαστε στην Ιεράπυτνα. Είναι μια φιλήσυχη πόλη, οι κάτοικοι ασχολούνται με το εμπόριο, τη γεωργία και τη ναυτιλία» του απάντησε » Βλέπεις τη Ναυμαχία εκεί;το θέατρο πιο δίπλα;Σήμερα είναι μεγάλη γιορτή. Γιορτάζει ο αυτοκράτορας μας, ο Αντωνίνος ο Ευσεβής, είναι τα γενέθλια του. Πλήθος κόσμου από τις γύρω περιοχές, από τον Τσούτσουρο μέχρι την Ιτανο, θα πλημυρίσει το αμφιθέατρο για να παρακολουθήσει θηριομαχίες, αρματοδρομίες, και τοξοβολίες. Στη Ναυμαχία για να παρακολουθήσει αναπαραστάσεις ναυμαχιών, στο θέατρο και το ωδείο για να παρακολουθήσει θεατρικές παραστάσεις μίμων. Δρομείς με γιρλάντες θα τρέχουν και ο νικητής θα στεφανωθεί με κλαδιά ελιάς. Σήμερα ξένε η πόλη τιμά τη γέννηση του δίκαιου αυτοκράτορα και διαδόχου του φιλέλληνα αυτοκράτορα Αδριανού. Ξένε, όμως πρόσεχε. Αυτοί εκεί που βγαίνουν από τις τριήρεις είναι η λεγεώνα με τους περίφημους κρητικούς τοξότες. Μόλις επέστρεψαν από μάχη στη Μαυριτανία. Πήγαινε ξένε και ανακατέψου μαζί τους . Ντύσου σαν κρητικός τοξότης. Κανείς δε θα σε καταλάβει. Πες ότι είσαι από την Ελεύθερνα. Κατευθύνσου προς το Αμφιθέατρο. Εκεί θα βρεις τη λύση του μυστικού σου, ξένε»
Έτσι ευχαρίστησε τις δύο Νηρηίδες και ακολούθησε τις συμβουλές τους. Ντυμένος σαν μισθοφόρος κρητικός τοξότης άρχισε να περιφέρεται μέσα στη πόλη παραλιακά. Στο μικρό θέατρο πλήθος κόσμου πλήθος κόσμου είχε μαζευτεί προκειμένου να παρακολουθήσει τον « Δύσκολο» του Μένανδρου. Οι μίμοι με τις μάσκες τους, οι θρόνοι για τους επισήμους, οι άμαξες των επισκεπτών. Τον Ντεκουμάνους Μάξιμους στόλιζαν αγάλματα. Σύμφωνα με το μιλιάριον είχε ακόμη 1, 48 χιλιόμετρο προκειμένου να φτάσει στην αγορά της πόλης. Πιο πέρα ήταν τα λουτρά, όπου άντρες περίμεναν το άκουσμα του σείστρου, προκειμένου να πάρουν σειρά και έδιναν τα ρούχα τους σε έναν δούλο για ένα χάλκινο δίδραχμο. Στην αγορά πλήθος κόσμου πλημμύρισε  για να αγοράσει προϊόντα για το ημερήσιο γεύμα. Ψάρια και όστρακα, βότανα ιατρικά και αρωματικά, μέλι θυμαρίσιο και οπωρικά φρούταήταν προς πώληση. Το περίφημο κόκκινο κρασί, ρακί και ελαιόλαδο ήταν σε βαρέλια έτοιμο προς εξαγωγή.
Ο Μάρκος πουλούσε τα βότανα του σε καλάθι τοποθετημένα. Πόσο ίδιοι ήταν! Όταν τον είδε απόρησε ο Φώτης. Δίπλα ένας δουλέμπορος πουλούσε παιδιά προς 20 χάλκινα δίδραχμα μαζί με τον φόρο. Ένα κοριτσάκι με κουρελιασμένα ρούχα, τον κοίταξε στα μάτια. Ο Φώτης στεναχωρήθηκε και στάθηκε. « Πόσο ζητάς για αυτό το κοριτσάκι» ρώτησε τον έμπορο
« Το κοριτσάκι προέρχεται από φτωχή οικογένεια. Είναι αδύνατη. Δε θα είναι καλή για τις αγροτικές δουλειές. 15 χάλκινα δίδραχμα για σένα. Όμως που βρήκες αυτή τη πορφύρα?»
«Άσε Τιβέριε τις πονηρίες και τα παζάρια. Ορίστε τα 15 χάλκινα δίδραχμα που ζητάς και άσε τον νεαρό ήσυχο» απάντησε ο Μάρκος.
«Καλά, όπως θέλεις. Που βρήκες όμως εσύ, στρατιώτη, το Murex? Δε φαίνεται να είσαι από τα μέρη μας»
«Να μη σε νοιάζει Τιβέριε. Τι ρωτάς?Ορίστε το ποσό που ζήτησες» απάντησε ο Μάρκος και πήρε το κοριτσάκι και τον Φώτη από το χέρι βιαστικά.
Φεύγοντας απόρησε ο Φώτης για τη συμπεριφορά του Μάρκου. Σάστισε με όλο αυτό. Αποφάσισε όμως να μην αποκαλύψει τη πραγματική του ταυτότητα στο πρόγονο του.
« Στη Μαυριτανία μου το χάρισε μία μάντης που της έσωσα τη ζωή. Σας ευχαριστώ που με βοηθήσατε. Μόλις ήλθα από τη Μαυριτανία και δε ξέρω τις συνήθειες σας εδώ» απάντησε  ο Φώτης στο Μάρκο καθώς έφευγαν βιαστικά από την αγορά.
« Άκου, παιδί μου. Την ιστορία του κοχυλιού τη γνωρίζω καλύτερα από τον καθένα. Το χάρισε στο παππού μου ο ίδιος ο στρατηγός Λασθένης. Ήταν φοβερός στρατηγός. Στη μάχη πολεμούσε στη πρώτη γραμμή και δε φοβήθηκε ούτε τον Μάρκο Αντώνιο ούτε τον Μέτελλο. Όταν προσπάθησε να το σκάσει μαζί με τον Αριστίωνα τους έσωσε τη ζωή ο παππούς μου  και έστειλε κρυφά επιστολή στον Πομπήιο προκειμένου νασώσει τη ζωή των δύο στρατηγών και να τους γλιτώσει από τον εξευτελισμό στη Ρώμη. Για αντάλλαγμα του χάρισε ένα ολόιδιο κοχύλι, που όμως του το έκλεψαν μια μέρα καθώς εργαζόταν στα χωράφια εδώ. Στρατιώτη, δε σε ξέρω, όμως κινδυνεύεις εδώ και ο μόνος τρόπος για να σωθείς είναι να το παραδώσεις στην ίδια τη θεά Λεύκη, τη προστάτιδα του.  Πάμε γρήγορα στο σπίτι μου στην Ανατολή, να αλλάξεις προκειμένου να μοιάζεις σαν έμπορος πορφύρας. Μείνε να ξαποστάσεις και μετά ξεκινάς νωρίς τα ξημερώματα το ταξίδι σου μαζί με την Ελπίδα. Θα σε βοηθήσει. Ξέρει τη περιοχή. Πηγαίνετε στο ναό της θεάς Περσεφόνης. Ζήτα τη βοήθεια της. Άφησε αυτό το ανάθημα και θα σε βοηθήσει όποτε τη χρειαστείς». Του έδωσε ο Μάρκος ένα μπρούτζινο μικρό αγαλματάκι ενός νεαρού και το έκρυψε προσεκτικά σε ένα μαντήλι με αίμα. « Η σταγόνα από το αίμα μου θα σε προστατεύει. Μη χάσεις ποτέ αυτό το μαντήλι γιατί πάντοτε θα σε προστατεύει. Όταν πραγματικά κινδυνεύσεις άστο να πέσει κάτω, φώναξε το όνομα της θεάς και το όνομα μου»
Έτσι λοιπόν ξεκίνησε ο φίλος μας, μεταμφιεσμένος σε έμπορο, μαζί με τη Ελπίδα, μεταμφιεσμένη σε πλούσια ρωμαία, νωρίς τα ξημερώματα πριν από τους δούλους. Λίγο αργότερα, όταν πλησίαζε στο σπίτι του διοικητή της Ιεράπυτνας είδε με την άκρη του ματιού του τον δουλέμπορο να συζητά με έναν σύμβουλο της πόλης( το ντύσιμο του και ιδιαίτερα το χρώμα του μανδύα πρόδιδαν τη κοινωνική του θέση.» Επιτάχυνε το περπάτημα σου χωρίς να κοιτάζεις προς εκείνη τη πλευρά και εγώ θα κάνω τη γυναίκα σου» τον συμβούλεψε η Ελπίδα.
Καθώς απομακρύνονταν είδαν στρατιώτες με άλογα να φεύγουν βιαστικά και οπλισμένοι με κατεύθυνση προς την Ανατολή. Πήρε βαθιά ανάσα και συνέχισαν το δρόμο τους προς το Ιερό της θεάς Περσεφόνης, που παρακολουθούσε τη πόλη από ψηλά. Ήταν ένας μεγάλος ναός. Στη μέση του ναού βρισκόταν το άγαλμα της Περσεφόνης μαζί με της μητέρας της, της θεάς Δήμητρας δίπλα από το θησαυροφυλάκιο, το οποίο φυλούσαν τρεις κρητικοί ιχνηλάτες. Οι ακτίνες του ήλιο έλουζαν το λευκό μάρμαρο του αγάλματος. Η θεά παρακολουθούσε τη πόλη με το αυστηρό της βλέμμα. Η Ελπίδα πλησίασε τη θεά και με τρεμάμενο χέρι στη καρδιά ψιθύρισε


«Ώ Περσεφόνη, θυγατέρα του μεγάλου Διός.
έλα ώ μακαριά, συ η μονογενής θεά, και δέξου την προσφοράν την ευάρεστη,  πολύτιμε σύζυγε του Πλούτωνος, ένδοξε, πού δίδεις ζωήν
πού κατέχεις τάς πύλας του Αδου εις τα υποχθόνια της γης.
Πραξιδίκη με τα επέραστα πλοκάμια, της Δηούς αγνό βλαστάρι (τέκνον). μητέρα των Ευμενίδων, βασίλισσα των καταχθόνιων (των νεκρών), την κόρην πού εγέννησεν ό Ζευς με ανέκφραστον τοκετό ώ μητέρα του πολύβροντου και πολύμορφου Ευβουλέως πού παίζεις μαζί με τις εποχές και φέρεις το φώς εσύ με την ώραίαν μορφήν σεμνή, παντοδύναμος
κόρη πού είσαι γεμάτη από καρπούς, και φέγγεις λαμπρά έχεις κέρατα, και εσύ μόνον είσαι περιπόθητη εις τους ανθρώπους διότι είσαι εαρινή και χαίρεσαι με τις πνοές των λιβαδιών, και φανερώνεις το ιερόν σώμα σου τους βλαστούς, πού παράγουν χλωρούς καρπούς ενυμφεύθης τοφθινόπωρον κατόπιν αρπαγής μόνη εσύ είσαι ή ζωή και ο θάνατος εις τους ανθρώπους τους πολυβασανισμένους, διότι συ ή Περσεφόνη  φέρεις πάντοτε την ζωήν  και τα πάντα φονεύεις. Άκουσε με μακάριαθεά και άπλωσε  χέρι βοηθείας, δίδε είρήνην και εύχάριστον υγείαν και βίον ευτυχή, πού οδηγεί ώ βασίλισσα, τα ήσυχα γηρατειά κάτω προς τον ίδικόν σου χώρον και προς τον δυνατόν Πλούτωνα.


» Η θεά έμοιαζε σαν να τους χαμογελούσε και να εισάκουσε τις παρακλήσεις τους. Άφησαν τα αναθέματα και έφυγαν. Ένας κρητικός όμως ιχνηλάτης τους παρατηρούσε από μακριά με τα μαύρα του μάτια, που ερχόταν σε αντίθεση με το λευκό ψηλόλιγνο του ανάστημα, και τους ακολουθούσε σε απόσταση ασφαλείας. Ο Φώτης ένιωθε σαν να τον είχε στείλει η θεά για να τους προστατεύει από τους κινδύνους»
Στη Πόρτα Πρινσιπιάλις Ντέξτρα συνάντησε μια τυφλή ηλικιωμένη γυναίκα. Ρακένδυτη καθώς ήταν τον παρακάλεσε να την βοηθήσει να περάσει τον ποταμό απέναντι
«Σε παρακαλώ παιδί μου, με τα χρόνια έχω χάσει την όραση μου. Όμως ο θεός Ασκληπιός μου χάρισε τη δύναμη της μαντικής ικανότητας. Ξένε, βοήθησε με να περάσω απέναντι το ποτάμι. Ο γιός μου δουλεύει εδώ αρχιτέκτονας στο μεγάλο θέατρο και του έφερα φαγητό. Όμως ξένε δε βλέπω για να περάσω τον ποταμό απέναντι. Ξένε,έχεις καλή καρδιά, βοήθησε με» είπε καθώς τον ψηλάφιζε στο πρόσωπο
Ο Φώτης τη λυπήθηκε. Έδωσε τα πράγματα του στην Ελπίδα και τη πήρε αγκαλιά προκειμένου να περάσει το ποτάμι μαζί με την Ελπίδα. Από την ορμή των νερών έχασε το ένα του σανδάλι. Όταν έφτασαν λοιπόν στην όχθη,άφησε από την αγκαλιά του την ηλικιωμένη γυναίκα κάτω από μία μεγάλη ελιά. Τότε, λοιπόν  με το που σήκωσε το βλέμμα του βλέπει μπροστά του την ίδια την θεά Περσεφόνη« Νεαρέ, θα ανταμειφτείς για τη μεγαλοψυχία σου. Το κοχύλι που έχεις μαζί με το χάρτη είναι το κλειδί για το μυστικό της πόλης, που θα σε οδηγήσει στη μυστική πύλη. Παρέδωσε το στη θεά Λεύκη, σε κανέναν άλλο.  Μην εμπιστευτείς όμως ποτέ τον άντρα με τον κόκκινο μανδύα. Προστάτης σου θα είναι ο μικρός μου φίλος, ο Αργος» αποκρίθηκε και χάιδεψε τον κρητικό ιχνηλάτη » Από εδώ και πέρα εσύ θα είσαι, μικρέ μου φίλε, τα μάτια μου. Μη τον αφήσεις από το άγρυπνο βλέμμα σου» Από την αντίθετη πλευρά του ποταμού είδε άντρες πάνω σε άλογα, που είχαν σταματήσει έναν τοξότη και τον πήραν μαζί τους με κατεύθυνση προς την οικία του ρωμαίου έπαρχου.»Είσαι ασφαλής εδώ, ξένε. Άκου την Ελπίδα, εμπιστεύσου το ένστικτό σου και τον Αργο »
Με τη βοήθεια της θεάς Περσεφόνης ξεκίνησαν το ταξίδι τους προς το άγνωστο.» Σήμερα είναι μεγάλη γιορτή» είπε μονολογώντας η Ελπίδα» όλοι θα είναι μαζεμένοι είτε στη Ναυμαχία είτε στο θέατρο είτε στο αμφιθέατρο. Κόσμος από διαφορετικές περιοχές της πόλης συρρέει για να τιμήσει τη γέννηση του αυτοκράτορα. » Στο λιμάνι η θάλασσα έμοιαζε τόσο ήρεμη και γαλήνια. Όπου και να γύριζε το βλέμμα του ο Φώτης, όλο τριήρεις έβλεπε. Στη νότια πλευρά του λιμανιού είδε μια αγκυροβολημένη βάρκα» Κανείς δε θα παρατηρήσει μια τέτοια σημαντική μέρα τη βάρκα» σκέφτηκε ο Φώτης. Δύο μέρες ταξίδευαν οι τρείς τους στη θάλασσα. Μετά από τρείς μέρες ταξίδι, διψασμένοι και ταλαιπωρημένοι σαν σε αφρικάνικη έρημο ξεπρόβαλλεη παραλία με τα κόκκινα κοχύλια.  Άραξαν δίπλα από μια σπηλιά. « Εδώ κοντά είναι οι κοιτώνες για τα ρωμαϊκά λουτρά» είπε η Ελπίδα» θα ανακατευτούμε μαζί με τους ξένους που έχουν έλθει» Ο Αργος μύριζε στη παραλία και έφυγε βιαστικά προς τη μεριά του ναού» Ακολούθα τον Αργο. Θα κρύψω τη βάρκα μέσα στη σπηλιά και θα κρυφτώ εδώ κοντά να σας περιμένω» είπε η Ελπίδα. Η θεά αγνάντευε το πέλαγος από ψηλά δίπλα από έναν ναό. Ο Αργος πλησίασε και ξάπλωσε δίπλα της. Τους περίμενε υπομονετικά να έλθουν. Οι ιερείς του ναού πλησίασαν το Φώτη και την Ελπίδα. « καλώς ορίσατε. Ο φίλος σας σας περιμένει δίπλα από τη θεά. Ελάτε στο ιερό να σας φιλέψουμε.» απάντησε η ιέρεια της θεάς.
Το γαλήνιο της βλέμμα καθησύχασε τον Φώτη και μαζί με τον Αργο ακολούθησαν την ιέρεια. Αφού απομακρύνθηκε η ιέρεια, αποφάσισε ο Φώτης να αφήσει το κοχύλι δίπλα από το άγαλμα της θεάς.
Ξαφνικά εμφανίστηκε μπροστά μου μια κοπέλα με λευκό φόρεμα» σε ευχαριστώ ξένε για το δώρο που έφερες. Το μυστικό του κοχυλιού βρίσκεται μαζί μου. Στο βάθος της θάλασσας κανείς δε θα το βρεί» και μια περίεργη λάμψη περιέλουσε τον Φώτη… ξαφνικά..ξύπνησε στο σπίτι του στο πατάρι. Ο ήχος από το κουδούνι της πόρτας τον ξύπνησε… Δεν είχε περάσει πολύ ώρα, σκέφτηκε ο Φώτης, αφού ακόμη δεν έχει σκοτεινιάσει…

Η γιαγιά άρχισε να φωνάζει τον Φώτη» Φώτη, Φώτη! Μα που ήσουν τόση ώρα». Κατεβαίνει βιαστικά ο Φώτης. Ανοίγει τη πόρτα..και βλέπει μπροστά του την Ελπίδα μαζί με τον…Αργο.